- βιζικάντι
- βιζικάντι, το και βιζιγάντι, το(λ. ιταλ.), το εκδόριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιζικάντι — το και βεζικάντι και βιζιγάντι 1. εκδόριο, έμπλαστρο που κολλιέται στο δέρμα για ν απορροφήσει επιβλαβή υγρά 2. μτφ. ο εκμεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vescicante «εκδόριο» ή μτφ. «ενοχλητικός»] … Dictionary of Greek
γιακί — το εκδόριον, βιζικάντι … Dictionary of Greek
εκδόριο — το (Α ἐκδόριος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκδόρια μικρό έμπλαστρο που κολλά στο δέρμα και προκαλεί ορώδη έκκριση με αφαίρεση τμήματος τής επιδερμίδας, βιζικάντι αρχ. αυτός που προκαλεί εκδορά … Dictionary of Greek
ξυσμάλιον — ξυσμπάλιον, τὸ (Α) διαβρωτικό έμπλαστρο, βιζικάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσμα + κατάλ. άλιον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *ξυσμάλιος (πρβλ. πηδ άλιον)] … Dictionary of Greek